- φυματιώ
- (α) αμετ. страдать туберкулёзом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυματιώ — άω, Ν είμαι φυματικός, πάσχω από φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος + κατάλ. ιώ (< αρχ. κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια), πρβλ. ωχρ ιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φυματίαση — η, Ν [φυματιώ, άω] η φυματίωση … Dictionary of Greek
φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek